δοκεῖτ' — δοκεῖτο , δοκέω expect pres opt mp 3rd sg (epic ionic) δοκεῖτε , δοκέω expect pres imperat act 2nd pl (attic epic) δοκεῖτε , δοκέω expect pres opt act 2nd pl δοκεῖτε , δοκέω expect pres ind act 2nd pl (attic epic) δοκεῖται , δοκέω expect pres ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мьнѣти — МЬН|ѢТИ (>1000), Ю, ИТЬ гл. Думать, полагать: ѡнѣмъ мн˫ащемъ ˫ако братии полѹнощьноѥ пѣниѥ съвьрьшающемъ. ЖФП XII, 46г; и вьси мьн˫ахѹ ѧко поразилъ и ѥсть бѣсъ. СкБГ XII, 21в; и дьржю тѧ въ рѹкѹ своѥю ныне ||егоже азъ мьнѧхъ въ поганьскахъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εντροπή — και ντροπή, η (AM ἐντροπή) 1. η ταπείνωση που προκαλεί η συναίσθηση ενοχής, καταισχύνη, ρεζίλεμα («μισεύγει με την εντροπή και πλιο του δεν εφάνη», Ερωτόκρ.) 2. συστολή από σεβασμό («γεννᾱ γὰρ σέβας ἐντροπή», Σπανέας) νεοελλ. αυτό που προκαλεί… … Dictionary of Greek
νήφω — (Α νήφω και δωρ. τ. νάφω) 1. είμαι εγκρατής στο κρασί, απέχω από το κρασί, είμαι νηφάλιος, ξεμέθυστος («εἶεν δή, ἄνδρες δοκεῑτε γάρ μοι νήφειν οὐκ ἐπιτρεπτέον ὑμῑν, ἀλλὰ ποτέον», Πλάτ.) 2. μτφ. έχω πνευματική διαύγεια, είμαι ψύχραιμος, ήρεμος αρχ … Dictionary of Greek
χλιδή — η, ΝΜΑ τρυφηλότητα, ηδυπάθεια και μαλθακότητα («ὁρῶντες... τὸν Μακρῑνον ἐν χλιδῇ καὶ τρυφῇ διαιτώμενον», Ηρωδιαν.) νεοελλ. συνεκδ. ζωή μέσα στον πλούτο και στην πολυτέλεια αρχ. 1. αλαζονεία, ύβρις που οφείλεται στον πολυτελή και ακόλαστο βίο («μή … Dictionary of Greek